ἀνακόλουθος — inconsequent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… … Dictionary of Greek
ἀνακολούθως — ἀνακόλουθος inconsequent adverbial ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακόλουθον — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc sg ἀνακόλουθος inconsequent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολούθοις — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολούθου — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολούθους — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολούθων — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολούθῳ — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακόλουθα — ἀνακόλουθος inconsequent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)